ΕΚΔΔΑ
37
3. Βασικές Αρχές της Προσαρμοστικότητας
3.1. Ορισμός της Προσαρμοστικότητας
Η προσαρμοστικότητα, στο πλαίσιο των σύγχρονων οργανισμών, ορίζεται ως η
ικανότητα ενός ατόμου να ανταποκρίνεται αποτελεσματικά και έγκαιρα σε
μεταβαλλόμενες συνθήκες εργασίας. Αυτή η ικανότητα εκδηλώνεται μέσω της
εφαρμογής των απαραίτητων ενεργειών που ενισχύουν τόσο την ατομική προσαρμογή
του υπαλλήλου όσο και την αναπροσαρμογή των εργασιακών διαδικασιών του,
σύμφωνα με τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος εργασίας. Σύμφωνα με τα οριζόμενα
στο ν. 4940/2022, η προσαρμοστικότητα περιλαμβάνει δύο διαστάσεις:
Αποτελεσματική Ανταπόκριση σε Νέες Συνθήκες και Δεδομένα: Πρόκειται
για τη δυνατότητα του ατόμου να αντιδρά άμεσα και με ακρίβεια σε νέες
καταστάσεις, προσαρμόζοντας τη συμπεριφορά του και τις εργασιακές του
πρακτικές, ώστε να διασφαλίζεται η σταθερότητα και η ποιότητα της απόδοσής
του.
Ευελιξία και Ανθεκτικότητα στις Αλλαγές: Η διάσταση αυτή αφορά την
ανθεκτικότητα και την προσαρμοστικότητα του ατόμου σε περιόδους κρίσης ή
απρόβλεπτων συνθηκών, με έμφαση στην αναζήτηση βέλτιστων λύσεων και τη
λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων που διασφαλίζουν την αποδοτικότητα της
εργασίας και συμβάλλουν στη βελτίωση των υπηρεσιών προς όφελος των
πολιτών και της κοινωνίας.
3.1.1. Σημασία της Προσαρμοστικότητας στη Δημόσια Διοίκηση
Η προσαρμοστικότητα αποτελεί ουσιαστική ικανότητα στον τομέα της Δημόσιας
Διοίκησης, καθώς ο δημόσιος τομέας είναι εκτεθειμένος σε διαρκείς αλλαγές εξαιτίας
εξωτερικών παραγόντων, όπως οι κοινωνικο-οικονομικές εξελίξεις, οι νομοθετικές
τροποποιήσεις και οι τεχνολογικές καινοτομίες (Cascio, W. F., & Aguinis, H. (2008).
Η αποτελεσματική προσαρμοστικότητα επιτρέπει στους εργαζόμενους να επιτελούν τις
αρμοδιότητές τους με αξιοπιστία και συνέπεια, ακόμα και σε συνθήκες έντονου
μετασχηματισμού ή κρίσης.
Επιπρόσθετα, η έλλειψη προσαρμοστικότητας μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη
λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, καθώς μπορεί να δημιουργήσει δυσκολίες στη
λήψη γρήγορων και αποτελεσματικών αποφάσεων. Αντίθετα, η ανάπτυξη
ΕΚΔΔΑ
38
προσαρμοστικότητας προσδίδει στους δημόσιους υπαλλήλους την ικανότητα να
διαχειρίζονται κρίσεις, όπως περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης ή απρόβλεπτες κοινωνικές
ανάγκες, και να παρέχουν άμεσα και αποτελεσματικά τις απαραίτητες υπηρεσίες.
3.1.2. Στοιχεία και Αρχές Προσαρμοστικότητας
Η προσαρμοστικότητα εμπεριέχει συγκεκριμένα στοιχεία που συνιστούν τη βάση της
ικανότητας ενός ατόμου ή οργανισμού να ανταποκρίνεται στις αλλαγές.
Αυτά τα στοιχεία περιλαμβάνουν:
Ανθεκτικότητα (Resilience): Η ανθεκτικότητα αποτελεί το θεμέλιο της
προσαρμοστικότητας, αναφερόμενη στην ικανότητα του ατόμου να ανακάμπτει
ταχέως από καταστάσεις πίεσης ή αποτυχίας. Οι ανθεκτικοί υπάλληλοι
διαχειρίζονται αποτελεσματικά τα συναισθήματά τους, διατηρώντας την
ψυχραιμία και τη συγκέντρωσή τους στους στόχους τους ακόμη και σε
συνθήκες αβεβαιότητας.
Ευελιξία στη Σκέψη και τις Δράσεις (Cognitive and Behavioral Flexibility):
Η γνωστική ευελιξία επιτρέπει στον εργαζόμενο να εξετάζει τις καταστάσεις
από διαφορετικές οπτικές, ενώ η ευελιξία στις δράσεις αναφέρεται στην
ικανότητα να προσαρμόζει τις πρακτικές και τις στρατηγικές του σύμφωνα με
τις νέες ανάγκες του οργανισμού.
Στρατηγική Εστίαση στην Επίλυση Προβλημάτων (Problem-Solving
Orientation): Η προσαρμοστικότητα απαιτεί προσανατολισμό προς την
επίλυση προβλημάτων, δηλαδή τη δυνατότητα εντοπισμού των βέλτιστων
λύσεων σε περιόδους αβεβαιότητας. Οι εργαζόμενοι που επιδεικνύουν
προσαρμοστικότητα διακρίνονται για την ικανότητά τους να διαχειρίζονται τις
προκλήσεις με αυτοπεποίθηση, συμβάλλοντας έτσι στην αποδοτικότητα του
οργανισμού.
Διαχείριση της Αλλαγής στις Διαπροσωπικές Σχέσεις: Η διαπροσωπική
προσαρμοστικότητα αφορά την ικανότητα του ατόμου να επικοινωνεί
αποτελεσματικά και να συνεργάζεται με συναδέλφους, προϊσταμένους και
πολίτες, λαμβάνοντας υπόψη τις συναισθηματικές και ψυχολογικές αντιδράσεις
των άλλων σε περιόδους αλλαγής. Αυτή η ικανότητα διαδραματίζει σημαντικό
ΕΚΔΔΑ
39
ρόλο στη Δημόσια Διοίκηση, όπου οι διαπροσωπικές σχέσεις αποτελούν
βασικό παράγοντα επιτυχίας των εργασιακών στόχων.
3.1.3. Οφέλη της Προσαρμοστικότητας στην Εργασία
Η προσαρμοστικότητα έχει ουσιαστική συμβολή στην επιτυχία τόσο σε ατομικό όσο
και σε οργανωσιακό επίπεδο, και θεωρείται καθοριστικός παράγοντας για την
επαγγελματική ικανοποίηση, την ψυχολογική ανθεκτικότητα, και τη συνολική
αποτελεσματικότητα των εργαζομένων. Σε ατομικό επίπεδο, η προσαρμοστικότητα
συσχετίζεται με την αυξημένη επαγγελματική ευημερία και τη μείωση του εργασιακού
άγχους, καθώς οι εργαζόμενοι που διαθέτουν υψηλή προσαρμοστικότητα εμφανίζονται
καλύτερα εξοπλισμένοι να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις ενός δυναμικού εργασιακού
περιβάλλοντος (Pulakos, Arad, Donovan, & Plamondon, 2000). Ειδικότερα, οι
προσαρμοστικοί εργαζόμενοι επιδεικνύουν μεγαλύτερη ικανότητα απόκτησης νέων
δεξιοτήτων και άμεσης ένταξης σε νέες συνθήκες χωρίς να επηρεάζεται η απόδοσή
τους, γεγονός που τους καθιστά ανθεκτικούς απέναντι στις διαρκείς οργανωτικές
αλλαγές (Ployhart & Bliese, 2006).
Σε οργανωσιακό επίπεδο, η προσαρμοστικότητα των υπαλλήλων αποτελεί στρατηγικό
πλεονέκτημα. Η υψηλή προσαρμοστικότητα διευκολύνει την εισαγωγή καινοτομιών,
την ενσωμάτωση βελτιωμένων διαδικασιών και την εφαρμογή νέων πολιτικών, οι
οποίες είναι κρίσιμες για τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα και ανθεκτικότητα
του οργανισμού (Cascio & Aguinis, 2008). Στον δημόσιο τομέα, η προσαρμοστικότητα
αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς οι οργανισμοί καλούνται να ανταποκρίνονται
αποτελεσματικά σε απρόβλεπτες καταστάσεις και να προσαρμόζουν τις υπηρεσίες τους
στις συνεχώς εξελισσόμενες ανάγκες των πολιτών. Η προσαρμοστικότητα, συνεπώς,
διασφαλίζει την ευελιξία και την αποτελεσματικότητα του οργανισμού, συμβάλλοντας
ταυτόχρονα στη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών προς την
κοινωνία (Griffin, Neal, & Parker, 2007).
Από ψυχολογικής σκοπιάς, η συναισθηματική νοημοσύνη, όπως αναλύεται από τον
Goleman (1995), θεωρείται βασικός υποστηρικτικός παράγοντας για την
προσαρμοστικότητα, καθώς επιτρέπει στους εργαζομένους να διαχειρίζονται τις
συναισθηματικές προκλήσεις που συνδέονται με τις αλλαγές. Η συναισθηματική
ΕΚΔΔΑ
40
νοημοσύνη προάγει την ψυχολογική ασφάλεια και την ανθεκτικότητα, καθιστώντας
τους εργαζομένους περισσότερο ικανούς να ενσωματωθούν σε νέες δομές και πολιτικές
με ελάχιστη αντίσταση.
3.2. Εισαγωγή στη Διαχείριση Αλλαγής
3.2.1. Ορισμός και Σημασία της Διαχείρισης Αλλαγής.
Η διαχείριση της αλλαγής ορίζεται ως μια συντονισμένη και στρατηγική προσέγγιση,
που στοχεύει στην καθοδήγηση των οργανισμών και των ατόμων στη διαδικασία
προσαρμογής σε νέες συνθήκες και απαιτήσεις. Ειδικότερα, αναφέρεται σε ένα σύνολο
μεθόδων και εργαλείων που διευκολύνουν την υλοποίηση των απαραίτητων
μεταβολών στον τρόπο λειτουργίας ενός οργανισμού, με στόχο την επίτευξη
βελτιωμένων αποτελεσμάτων. Στο πλαίσιο της Δημόσιας Διοίκησης, η διαχείριση
αλλαγής επιδιώκει την αποτελεσματική ενσωμάτωση νέων πολιτικών, τεχνολογιών και
διαδικασιών, ενισχύοντας την αποδοτικότητα των υπηρεσιών και την ποιότητα
εξυπηρέτησης των πολιτών.
Η σημασία της διαχείρισης αλλαγής έγκειται στην ικανότητα του οργανισμού να
προσαρμόζεται σε ένα περιβάλλον συνεχώς μεταβαλλόμενο, ανταποκρινόμενος με
συνέπεια και ευελιξία στις νέες προκλήσεις και ευκαιρίες. Ειδικά σε τομείς όπως η
Δημόσια Διοίκηση, όπου η σταθερότητα και η ποιότητα της εξυπηρέτησης του πολίτη
είναι ζωτικής σημασίας, η διαχείριση αλλαγής αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για τη
βιώσιμη ανάπτυξη και την επίτευξη των οργανωσιακών στόχων.
3.2.2. Ιστορική Εξέλιξη
Η διαχείριση αλλαγής έχει βαθιές ρίζες στις πρώτες μελέτες για τη δυναμική των
ομάδων και την ανθρώπινη συμπεριφορά, καθώς οι ερευνητές προσπαθούσαν να
κατανοήσουν πώς οι άνθρωποι προσαρμόζονται σε μεταβαλλόμενα περιβάλλοντα και
πώς οι οργανισμοί μπορούν να επιτυγχάνουν σταθερότητα εν μέσω αλλαγών. Ένας από
τους θεμελιωτές της διαχείρισης αλλαγής, ο ψυχολόγος Kurt Lewin, ανέπτυξε βασικές
αρχές που εστίαζαν στη διάλυση των παλαιών προτύπων, την εφαρμογή νέων
συμπεριφορών και την εδραίωση της αλλαγής σε μια πιο σταθερή κατάσταση στον
οργανισμό (Burnes, 2004).
ΕΚΔΔΑ
41
Από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα, αναδύθηκαν νέες προσεγγίσεις που ενίσχυσαν
τη σημασία της αλλαγής ως στρατηγικής διαδικασίας για την ανταγωνιστικότητα και
την ανθεκτικότητα των οργανισμών. Αυτές οι προσεγγίσεις επικεντρώθηκαν σε
συγκεκριμένα βήματα και δράσεις για την υλοποίηση της αλλαγής, τονίζοντας τη
σημασία της καθοδήγησης και της ατομικής και συλλογικής προσαρμογής στη νέα
πραγματικότητα του οργανισμού (Cameron & Green, 2019). Οι θεωρητικοί της
διαχείρισης αλλαγής υποστήριξαν ότι η επιτυχία των οργανισμών εξαρτάται σε μεγάλο
βαθμό από την ικανότητά τους να κινητοποιούν το ανθρώπινο δυναμικό και να
αναπτύσσουν μια κουλτούρα προσαρμογής, ιδιαίτερα σε σύνθετα και δυναμικά
περιβάλλοντα (Hiatt, 2006).
Στον δημόσιο τομέα, η διαχείριση αλλαγής θεωρείται απαραίτητη για την ανταπόκριση
στις μεταβαλλόμενες κοινωνικές ανάγκες και την ενσωμάτωση νέων πολιτικών και
νομοθεσιών. Για παράδειγμα, η εφαρμογή ψηφιακών τεχνολογιών στις δημόσιες
υπηρεσίες απαιτεί υψηλή οργανωσιακή ευελιξία και δεξιότητες διαχείρισης αλλαγής,
ώστε οι υπηρεσίες προς τους πολίτες να παραμείνουν αποτελεσματικές και
προσβάσιμες (Cascio & Aguinis, 2008). Η επιτυχημένη διαχείριση της αλλαγής στον
δημόσιο τομέα επιτρέπει στους οργανισμούς να ανταποκρίνονται στις αυξανόμενες
απαιτήσεις των πολιτών και να διασφαλίζουν την ποιοτική εξυπηρέτηση και τη
διαφάνεια, ακόμη και σε περιόδους σημαντικών μεταβολών.
3.2.3. Βασικοί στόχοι και σκοποί της διαχείρισης αλλαγής.
Η διαχείριση αλλαγής επιδιώκει να διασφαλίσει τη λειτουργική και στρατηγική
ευελιξία του οργανισμού. Οι βασικοί της στόχοι περιλαμβάνουν (Hayes, J, 2022). :
Αύξηση της Αποτελεσματικότητας: Η διαχείριση αλλαγής επιτρέπει την
υιοθέτηση νέων διαδικασιών και εργαλείων που βελτιώνουν την αποδοτικότητα
και μειώνουν το κόστος λειτουργίας. Η αποτελεσματική εφαρμογή της αλλαγής
ενισχύει την παραγωγικότητα και διευκολύνει την επίτευξη των οργανωτικών
στόχων.
Ενίσχυση της Ανταγωνιστικότητας: Στη δημόσια διοίκηση, η
ανταγωνιστικότητα συνδέεται με την παροχή υψηλής ποιότητας υπηρεσιών που
ανταποκρίνονται στις ανάγκες των πολιτών. Η διαχείριση αλλαγής εξασφαλίζει
ΕΚΔΔΑ
42
ότι οι οργανισμοί προσαρμόζονται γρήγορα στις κοινωνικές και πολιτικές
απαιτήσεις.
Ανάπτυξη Οργανωσιακής Κουλτούρας Προσαρμοστικότητας: Η διαχείριση
αλλαγής στοχεύει στη δημιουργία μιας κουλτούρας ανοιχτής στην αλλαγή, που
επιτρέπει στους εργαζόμενους να αναπτύξουν δεξιότητες προσαρμοστικότητας
και να συμβάλλουν ενεργά στις στρατηγικές του οργανισμού.
3.2.4. Πώς συμβάλλει η διαχείριση αλλαγής στην οργανωσιακή επιτυχία.
Η συμβολή της διαχείρισης αλλαγής στην οργανωσιακή επιτυχία αποτυπώνεται τόσο
βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Βραχυπρόθεσμα, η διαχείριση αλλαγής
εξασφαλίζει τη συνέχιση της λειτουργίας του οργανισμού κατά τη διάρκεια
μεταβατικών περιόδων, μειώνοντας την πιθανότητα διακοπών και τη δυσφορία των
εργαζομένων. Μακροπρόθεσμα, η διαχείριση αλλαγής ενισχύει την ικανότητα του
οργανισμού να επιβιώνει και να ακμάζει σε περιβάλλοντα αβεβαιότητας (Kotter, J. P,
1996).
Επιπλέον, η επιτυχής διαχείριση αλλαγής δημιουργεί ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα,
διότι επιτρέπει στον οργανισμό να εκμεταλλεύεται νέες ευκαιρίες με αποτελεσματικό
τρόπο. Η αποδοχή και η υποστήριξη της αλλαγής από το ανθρώπινο δυναμικό
ενισχύονται όταν η αλλαγή υποστηρίζεται με σαφείς στρατηγικές και διαφανή
επικοινωνία. Έτσι, οι οργανισμοί που υιοθετούν αποτελεσματικές πρακτικές
διαχείρισης αλλαγής διακρίνονται για τη σταθερή τους ανάπτυξη και την ικανότητά
τους να προσφέρουν καινοτόμες λύσεις στις ανάγκες των ενδιαφερομένων τους.
3.3. Τα Κίνητρα που Οδηγούν στην Αλλαγή
3.3.1. Αναγνώριση και Κατανόηση των Κινήτρων για Αλλαγή
Η ανάγκη για αλλαγή στους οργανισμούς συχνά πηγάζει από διάφορα κίνητρα, τα
οποία μπορεί να είναι εξωτερικά ή εσωτερικά, ανάλογα με τις απαιτήσεις της αγοράς,
τις κοινωνικές τάσεις και τις οργανωσιακές ανάγκες. Η κατανόηση αυτών των
κινήτρων είναι ζωτικής σημασίας για τη διαμόρφωση στρατηγικών αλλαγής που θα
ενισχύσουν την αποδοτικότητα και τη βιωσιμότητα του οργανισμού. Στο πλαίσιο της
Δημόσιας Διοίκησης, τα κίνητρα για αλλαγή συχνά περιλαμβάνουν τη βελτίωση της
ποιότητας των υπηρεσιών, την αύξηση της διαφάνειας και τη συμμόρφωση με νέες
κανονιστικές απαιτήσεις (Cameron, E., & Green, M, 2019).
ΕΚΔΔΑ
43
Η αναγνώριση των παραγόντων που οδηγούν στην αλλαγή επιτρέπει στους
οργανισμούς να διαχειριστούν προληπτικά τις αντιδράσεις των εργαζομένων και να
διασφαλίσουν την επιτυχία των μεταρρυθμίσεων. Οι οργανωσιακές αλλαγές, όταν
συνοδεύονται από σαφή επικοινωνία των κινήτρων και των στόχων, είναι πιο πιθανό
να γίνουν αποδεκτές από τους υπαλλήλους, οι οποίοι αναγνωρίζουν τη σημασία της
αλλαγής και προσαρμόζονται αναλόγως (Armenakis, A. A., & Harris, S. G, 2009).
3.3.2. Εξωτερικοί παράγοντες που οδηγούν στην αλλαγή
Οι εξωτερικοί παράγοντες αποτελούν συχνά ισχυρά κίνητρα για αλλαγή, καθώς
προκύπτουν από μεταβολές στο εξωτερικό περιβάλλον του οργανισμού, τις οποίες δεν
μπορεί να ελέγξει άμεσα.
Οι παράγοντες αυτοί περιλαμβάνουν:
Τεχνολογικές Εξελίξεις: Η ταχύτατη πρόοδος της τεχνολογίας επιφέρει
σημαντικές αλλαγές στις δομές και τις λειτουργίες των οργανισμών. Η
εισαγωγή νέων ψηφιακών εργαλείων και συστημάτων αυτοματοποίησης
καθιστά απαραίτητη την προσαρμογή του οργανισμού, τόσο σε επίπεδο
τεχνολογικών υποδομών όσο και στις ικανότητες του ανθρώπινου δυναμικού.
Η ψηφιοποίηση των διαδικασιών, για παράδειγμα, απαιτεί εξειδικευμένες
δεξιότητες και μπορεί να επηρεάσει την οργανωσιακή κουλτούρα, ενισχύοντας
την αναγκαιότητα της διαρκούς εκπαίδευσης.
Οικονομικές Συνθήκες: Οι αλλαγές στο οικονομικό περιβάλλον, όπως
οικονομικές κρίσεις ή ανακατατάξεις στην αγορά, μπορούν να επηρεάσουν
άμεσα τη λειτουργία των οργανισμών, ειδικά στον δημόσιο τομέα, όπου ο
περιορισμός των πόρων αποτελεί συχνά πρόκληση. Σε περιόδους οικονομικής
αστάθειας, η ανάγκη για αποδοτικότητα και εξοικονόμηση πόρων ενισχύει τις
πιέσεις για αλλαγή, καθώς οι οργανισμοί καλούνται να διατηρήσουν την
ποιότητα των υπηρεσιών τους υπό οικονομικούς περιορισμούς.
Κανονιστικές και Νομοθετικές Αλλαγές: Οι οργανισμοί του δημόσιου τομέα,
ιδιαίτερα, υπόκεινται σε συνεχή αλλαγή λόγω νέων νομοθετικών απαιτήσεων
και κανονισμών. Η συμμόρφωση με τα νέα νομοθετικά πλαίσια είναι
απαραίτητη για τη διασφάλιση της νομιμότητας και της διαφάνειας των
ΕΚΔΔΑ
44
υπηρεσιών, αλλά συχνά απαιτεί προσαρμογές σε επίπεδο πολιτικής και
διαδικασιών.
Πίνακας 1 - Παράγοντες Αλλαγής (Βακόλα & Κατσαρός, 2020)
Τεχνολογία Τεχνητή Νοημοσύνη
5
η
γενιά κινητών δικτύων
Νέες τεχνολογίες διαδικτύου
Υπολογιστική νέφους
Ρομποτική
Κοινωνικά Δίκτυα
Τεχνολογία κατανεμημένης εγγραφής (blockchain)
Τηλεργασία
Οικονομικοί
Παράγοντες
Επιβράδυνση οικονομικής ανάπτυξης
Παγκόσμιες εμπορικές συγκρούσεις
Μείωση δύναμης της Ε.Ε.
Ενέργεια και εκπομπές CO2
Ψηφιακός Μετασχηματισμός
Διαθεσιμότητα επενδυτικών αγορών και συντελεστών
Αδυναμίες χρηματοπιστωτικού συστήματος
Διακυμάνσεις επιτοκίων και συναλλαγματικών ισοτιμιών
Παγκόσμιος
ανταγωνισμός
Αναπτυσσόμενες οικονομίες (Ινδία, Φιλιππίνες, Ινδονησία, Κίνα, Μαλαισία,
Σιγκαπούρη)
Διεύρυνση Ε.Ε
Προσέλκυση επενδύσεων (φορολογικά κίνητρα, καινοτομία, έρευνα και ανάπτυξη
κτλ).
Παγκόσμιες
πολιτικές εξελίξεις
Ε.Ε. και αιτήματα για περαιτέρω πολιτική ενοποίηση
Συρράξεις στην Μέση Ανατολή
Πολιτική αστάθεια στην Λατινική Αμερική
Σημαντικός αλλά μη προβλέψιμος ρόλος της Κίνας στο παγκόσμιο εμπόριο
Οικονομικές συναλλαγές με χώρες που παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα
ΕΚΔΔΑ
45
Εμφύλιοι πόλεμοι
Θρησκευτικές/ εθνικιστικές διαμάχες
Κοινωνικές και
δημογραφικές
αλλαγές
Καταναλωτική συμπεριφορά και εμπιστοσύνη
Περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση
Κοινωνική ευθύνη εταιρειών
Δημογραφική γήρανση
Μείωση γεννήσεων και πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας
Αυξανόμενη πολιτισμική διαφοροποίηση
Διαρκής εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού
Διόγκωση των κοινωνικών ανισοτήτων
Εσωτερικές
προκλήσεις
Συμπεριφορικά προβλήματα (π.χ. απουσίες, απεργίες, σαμποτάζ, συνδικαλιστικές
διεκδικήσεις)
Διαδικαστικά προβλήματα (π.χ. επικοινωνία, λήψη αποφάσεων σε χαμηλότερα
επίπεδα, καινοτομίες)
Διαμάχη μεταξύ εργασιακής και κοινωνικής ηθικής σε πολλές χώρες
Οργανωσιακές διαμάχες
3.3.3. Εσωτερικοί παράγοντες
Εκτός από τους εξωτερικούς παράγοντες, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν και οι
εσωτερικοί παράγοντες που προκύπτουν από τις ίδιες τις ανάγκες και στόχους του
οργανισμού, επηρεάζοντας την πορεία και την επιτυχία της διαχείρισης αλλαγής. Αυτοί
οι παράγοντες αντικατοπτρίζουν τη δυναμική και τις εσωτερικές διεργασίες του
οργανισμού και αποτελούν βασικά κίνητρα για την έναρξη ή επιτάχυνση αλλαγών.
Ορισμένοι από αυτούς περιλαμβάνουν:
Ανάγκη Βελτίωσης των Διαδικασιών. Η αυξανόμενη ανάγκη για
αποτελεσματικές και αποδοτικές διαδικασίες συχνά αποτελεί ισχυρό κίνητρο
για την αλλαγή εντός ενός οργανισμού. Η διαδικαστική αναδιοργάνωση ή
αναβάθμιση αποσκοπεί στη μείωση της γραφειοκρατίας, τη βελτίωση της
ταχύτητας εξυπηρέτησης και την αύξηση της ποιότητας των υπηρεσιών. Για
παράδειγμα, η ανάγκη για ανασχεδιασμό των επιχειρηματικών διαδικασιών, με
στόχο την αύξηση της αποδοτικότητας, είναι ιδιαίτερα σημαντική σε
ΕΚΔΔΑ
46
παραδοσιακά βιομηχανικά περιβάλλοντα. Ο ανασχεδιασμός αυτός μπορεί να
περιλαμβάνει αυτοματοποίηση και ψηφιοποίηση διαδικασιών, τα οποία
βελτιώνουν σημαντικά την απόδοση και μειώνουν τους χρόνους εκτέλεσης
(Hammer & Champy, 1993).
Ανάπτυξη Οργανωσιακής Κουλτούρας. Η οργανωσιακή κουλτούρα αποτελεί
έναν από τους πιο σημαντικούς εσωτερικούς παράγοντες που επηρεάζουν τη
διάθεση των υπαλλήλων απέναντι στην αλλαγή. Ένας οργανισμός μπορεί να
καλλιεργήσει μια κουλτούρα που ενθαρρύνει την καινοτομία, τη συνεργασία
και τη συνεχή μάθηση, διευκολύνοντας έτσι την προσαρμογή των εργαζομένων
σε νέες καταστάσεις και ενισχύοντας την αποτελεσματικότητα της διαχείρισης
αλλαγής. Για παράδειγμα, το Μοντέλο Ανταγωνιστικών Αξιών υποδεικνύει ότι
μια κουλτούρα προσανατολισμένη στην καινοτομία και την ανάπτυξη ευνοεί
την επιτυχία των οργανωσιακών αλλαγών και ενισχύει την ετοιμότητα των
εργαζομένων για συνεχή προσαρμογή (Cameron & Quinn, 1999).
Ανάγκη Ανάπτυξης Ηγετικών Δεξιοτήτων και Ενδυνάμωσης. Η ηγεσία
διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη διαχείριση αλλαγής και οι οργανισμοί μπορεί
να αναγνωρίσουν την ανάγκη ανάπτυξης ηγετικών δεξιοτήτων ως κίνητρο για
αλλαγή. Η έμφαση στην ενδυνάμωση των υπαλλήλων μέσω καθοδήγησης και
εκπαίδευσης ενισχύει τη δέσμευσή τους και ενδυναμώνει τη διαδικασία
αλλαγής. Έρευνες δείχνουν ότι οι ηγέτες που ενδυναμώνουν τους εργαζομένους
τους και καλλιεργούν τη δέσμευσή τους στην οργάνωση μπορούν να επιτύχουν
υψηλότερα επίπεδα αποδοχής και υποστήριξης της αλλαγής. Η ηγεσία που
επικεντρώνεται στη μετασχηματιστική προσέγγιση δημιουργεί ένα περιβάλλον
όπου οι εργαζόμενοι είναι πρόθυμοι να προσαρμοστούν σε νέες συνθήκες και
να υποστηρίξουν τον οργανισμό σε περιόδους μεταβολών (Bass, 1985).
Ανάγκη Προσαρμογής στις Αλλαγές του Ανθρώπινου Δυναμικού. Οι
οργανισμοί συχνά καλούνται να προσαρμοστούν στις εξελίξεις του ανθρώπινου
δυναμικού, είτε πρόκειται για την ενσωμάτωση νέων εργαζομένων είτε για την
ανάπτυξη δεξιοτήτων σε υπάρχον προσωπικό. Η προσαρμογή αυτή αποτελεί
κίνητρο για την αναδιοργάνωση και την ανάπτυξη στρατηγικών που
διευκολύνουν τη συνεργασία, την επικοινωνία και την ομαδική εργασία. Σε ένα
τέτοιο πλαίσιο, η σημασία της εκπαίδευσης και ανάπτυξης του ανθρώπινου
ΕΚΔΔΑ
47
δυναμικού αναδεικνύεται ως παράγοντας που ενισχύει την οργανωσιακή
αποτελεσματικότητα και ετοιμότητα για αλλαγή. Η συνεχής επένδυση στην
κατάρτιση βελτιώνει την προσαρμοστικότητα και την ανταγωνιστικότητα του
οργανισμού σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον (Tannenbaum & Yukl,
1992).
Ανάγκη Βελτίωσης της Διαχείρισης Γνώσης και Πληροφορίας. Η
αποτελεσματική διαχείριση της γνώσης και των πληροφοριών μέσα στον
οργανισμό είναι κρίσιμη για τη λήψη στρατηγικών αποφάσεων και την
προώθηση της αλλαγής. Η ανάγκη για βελτιωμένη διαχείριση γνώσης μπορεί
να οδηγήσει σε αλλαγές στις δομές και τα εργαλεία πληροφορικής που
χρησιμοποιούνται, ενισχύοντας την ικανότητα των εργαζομένων να αποκτούν
πρόσβαση σε πληροφορίες και να συνεργάζονται αποτελεσματικά. Η μελέτη
εισάγει το μοντέλο δημιουργίας γνώσης, το οποίο δείχνει πώς οι οργανισμοί
μπορούν να διαχειριστούν τη γνώση για να ενθαρρύνουν την καινοτομία και τη
συνεχή βελτίωση, παράγοντες που είναι απαραίτητοι για την επιτυχή διαχείριση
αλλαγής (Nonaka & Takeuchi, 1995).
3.3.4. Οι επιπτώσεις της αλλαγής στην ανάπτυξη και επιτυχία ενός οργανισμού.
Η επιτυχής υλοποίηση αλλαγών μπορεί να έχει θετικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη ενός
οργανισμού, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητά του και διασφαλίζοντας τη
βιωσιμότητά του σε ένα περιβάλλον συνεχών μεταβολών.
Οι οργανισμοί που επιτυγχάνουν να προσαρμόζονται αποτελεσματικά στις αλλαγές
καταφέρνουν να αξιοποιούν νέες ευκαιρίες και να αναδεικνύονται σε ηγέτες του
κλάδου τους, ενώ παράλληλα ενισχύουν τη φήμη τους και την ικανότητά τους να
προσελκύουν ταλέντα (Burnes, B, 2004).
Αντίθετα, η αποτυχία να ανταποκριθεί κανείς στις μεταβαλλόμενες συνθήκες μπορεί
να έχει σοβαρές επιπτώσεις, όπως μείωση της αποδοτικότητας, απώλεια
ανταγωνιστικότητας και δυσκολίες στην προσέλκυση ή διατήρηση εξειδικευμένου
ανθρώπινου δυναμικού (Kotter, J. P, 1996).
Η διαχείριση αλλαγής συμβάλλει στην αποφυγή τέτοιων αρνητικών συνεπειών και
διασφαλίζει ότι ο οργανισμός μπορεί να διατηρεί την αποδοτικότητά του ακόμη και
υπό συνθήκες αβεβαιότητας.
ΕΚΔΔΑ
48
3.3.5. Παραδείγματα επιτυχημένης και ανεπιτυχούς διαχείρισης κινήτρων.
Τα επιτυχημένα παραδείγματα διαχείρισης κινήτρων για αλλαγή χαρακτηρίζονται από
την προσεκτική προετοιμασία και τη σαφή επικοινωνία των λόγων για την αλλαγή. Για
παράδειγμα, οργανισμοί που εισήγαγαν την ψηφιοποίηση και την αυτοματοποίηση
μέσω ενσωμάτωσης νέων συστημάτων και εκπαίδευσης των εργαζομένων, κατάφεραν
να αυξήσουν την αποδοτικότητα και τη διαφάνεια των λειτουργιών τους (Hammer, M.,
& Champy, J, 1993). Στον αντίποδα, οι οργανισμοί που αποτυγχάνουν να παρέχουν
σαφή κίνητρα και να εξηγούν τους λόγους της αλλαγής αντιμετωπίζουν συχνά
αντιδράσεις και μειωμένη αποδοτικότητα, γεγονός που μπορεί να υπονομεύσει την
επιτυχία της αλλαγής (Hammer, M., & Champy, J, 1993).
3.4. Μοντέλα και Πλαίσια Διαχείρισης Αλλαγής
3.4.1. Αναφορά και Ανάλυση Μοντέλων Διαχείρισης Αλλαγής
Η υιοθέτηση μοντέλων διαχείρισης αλλαγής είναι θεμελιώδης για την επιτυχή
καθοδήγηση των οργανισμών κατά τη διαδικασία μετάβασης σε νέες δομές,
διαδικασίες ή πολιτικές. Αυτά τα μοντέλα παρέχουν μια δομημένη μεθοδολογία που
επιτρέπει στους διαχειριστές να διαχειριστούν με στρατηγικό τρόπο τις αντιδράσεις και
τις προσαρμογές των εργαζομένων, εξασφαλίζοντας έτσι την ομαλή ενσωμάτωση της
αλλαγής στον οργανισμό.
Η επιλογή ενός συγκεκριμένου μοντέλου εξαρτάται συχνά από τη φύση της αλλαγής,
τους πόρους του οργανισμού και την ετοιμότητα του ανθρώπινου δυναμικού. Στη
Δημόσια Διοίκηση, η διαχείριση αλλαγής συχνά απαιτεί προσαρμοσμένα μοντέλα,
καθώς οι δημόσιοι οργανισμοί αντιμετωπίζουν μοναδικές προκλήσεις, όπως αυστηρά
ρυθμιστικά πλαίσια και μεγαλύτερη δυσκολία στην υιοθέτηση γρήγορων μεταβολών.
3.4.2. Παρουσίαση δημοφιλών μοντέλων διαχείρισης αλλαγής
3.4.2.1. Μοντέλο των Τριών Σταδίων του Kurt Lewin
Το μοντέλο των τριών σταδίων του Kurt Lewin (1947) αποτελεί ένα από τα πιο
θεμελιώδη και παλαιότερα μοντέλα διαχείρισης αλλαγής και είναι βασισμένο σε μια
κοινωνικο-ψυχολογική προσέγγιση που εστιάζει στη δυναμική των ομάδων και των
ατομικών συμπεριφορών.
ΕΚΔΔΑ
49
Εικόνα 1 Μοντέλο Διαχείρισης Αλλαγής του Lewin (Προσαρμογή από Lewin, 1947)
Το μοντέλο περιλαμβάνει τρία διαδοχικά στάδια:
Ξεπάγωμα (Unfreezing): Σε αυτό το στάδιο, οι οργανισμοί δημιουργούν ένα
περιβάλλον που αμφισβητεί τις υπάρχουσες στάσεις, συνήθειες και διαδικασίες.
Στόχος είναι η προετοιμασία των εργαζομένων για την αλλαγή, συχνά μέσω της
ανάπτυξης αισθήματος ανάγκης για αλλαγή και της κατάρριψης των
στερεοτύπων.
Αλλαγή (Change): Ακολουθώντας το ξεπάγωμα, στο στάδιο της αλλαγής οι
εργαζόμενοι ενθαρρύνονται να εφαρμόσουν νέες πρακτικές και να υιοθετήσουν
νέα πρότυπα συμπεριφοράς. Η επιτυχία της αλλαγής εξαρτάται σε μεγάλο
βαθμό από την υποστήριξη και την καθοδήγηση της ηγεσίας του οργανισμού.
Επαναπάγωμα (Refreezing): Στο τελευταίο στάδιο, οι νέες συμπεριφορές και
διαδικασίες σταθεροποιούνται και ενσωματώνονται στην κουλτούρα του
οργανισμού, ώστε να διατηρηθούν μακροπρόθεσμα.
Παράδειγμα Εφαρμογής
Το μοντέλο των τριών σταδίων του Lewin έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως σε περιπτώσεις
οργανωσιακής αναδιάρθρωσης. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εφαρμογή του
στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης του Εθνικού Συστήματος Υγείας (NHS) στο Ηνωμένο
Μοντέλο
Lewin
Ξεπάγωμα
(Unfreeze)
Αλλαγή
(Change)
Επαναπάγωμα
(Refreeze)
ΕΚΔΔΑ
50
Βασίλειο, όπου η κυβέρνηση επιδίωξε να εισαγάγει αλλαγές στις διαδικασίες
υγειονομικής περίθαλψης και στις πρακτικές των νοσοκομείων (Burnes, 2004). Κατά
το στάδιο του ξεπαγώματος, έγιναν εκτεταμένες ενημερώσεις στους εργαζομένους
για την αναγκαιότητα αλλαγής, εξαιτίας της ανάγκης για βελτίωση της
αποτελεσματικότητας και μείωση των δαπανών. Στο στάδιο της αλλαγής, εισήχθησαν
νέες διαδικασίες και πολιτικές υγείας, ενώ στο στάδιο του επαναπαγώματος οι νέες
πρακτικές σταθεροποιήθηκαν μέσω εκπαιδεύσεων και ενίσχυσης της νέας
οργανωτικής κουλτούρας.
3.4.2.2. Μοντέλο των Οκτώ Σταδίων του John Kotter
Ο John Kotter (1996) ανέπτυξε το μοντέλο των οκτώ σταδίων, το οποίο περιγράφει μια
προσέγγιση για την καθοδήγηση οργανωσιακών αλλαγών μεγάλης κλίμακας, με
έμφαση στη δημιουργία μιας ισχυρής κουλτούρας αλλαγής.
Εικόνα 2 Μοντέλο των Οκτώ Σταδίων του Kotter (Προσαρμογή από Kotter -
Συγγενιώτη & Σωτηρίου, 2018)
Τα οκτώ στάδια είναι:
Δημιουργία αίσθησης επείγοντος: Εντοπίζοντας τις πιέσεις ή ευκαιρίες, το
οργανωσιακό δυναμικό ενημερώνεται για τη σημασία της άμεσης δράσης.
ΕΚΔΔΑ
51
Δημιουργία ισχυρής συμμαχίας: Συγκεντρώνεται μια ηγετική ομάδα που
υποστηρίζει και καθοδηγεί την αλλαγή.
Δημιουργία οράματος και στρατηγικής: Το όραμα παρέχει κατεύθυνση και
εμπνέει τους εργαζομένους.
Επικοινωνία του οράματος: Διαρκής επικοινωνία του οράματος, ώστε να
ενισχυθεί η κατανόηση και η δέσμευση των εργαζομένων.
Ενδυνάμωση των εργαζομένων: Δίνεται στους εργαζόμενους η δυνατότητα
να προτείνουν αλλαγές και να ξεπεράσουν εμπόδια.
Επίτευξη βραχυπρόθεσμων επιτυχιών: Ενισχύεται η αυτοπεποίθηση μέσω
μικρών και άμεσων επιτυχιών.
Ενοποίηση των αλλαγών και διατήρηση του momentum: Συνεχής
προώθηση της αλλαγής και διεύρυνση των αποτελεσμάτων.
Εμπέδωση της αλλαγής στην κουλτούρα: Ενσωμάτωση των νέων πρακτικών
στην κουλτούρα του οργανισμού για μακροχρόνια διατήρηση.
Παράδειγμα Εφαρμογής
Το μοντέλο των οκτώ σταδίων του Kotter εφαρμόστηκε στο πλαίσιο της αλλαγής στη
Nestlé, όταν η εταιρεία προχώρησε σε παγκόσμια αναδιοργάνωση για να γίνει πιο
προσανατολισμένη στον πελάτη (Kotter, 1996; Cameron & Green, 2019). Στο πρώτο
στάδιο, δημιουργήθηκε αίσθηση επείγοντος μέσω επικοινωνίας για τις προκλήσεις της
αγοράς και της αυξανόμενης ανταγωνιστικότητας. Στη συνέχεια, σχηματίστηκε μια
ισχυρή ηγετική ομάδα και διαμορφώθηκε ένα σαφές όραμα για τη μετατροπή της
Nestlé σε μια πιο ευέλικτη και πελατοκεντρική εταιρεία. Η επικοινωνία του οράματος
πραγματοποιήθηκε μέσω εσωτερικών καμπανιών και εκπαιδεύσεων, ενώ
βραχυπρόθεσμες επιτυχίες όπως η βελτίωση στην εξυπηρέτηση πελατών ενίσχυσαν τη
δέσμευση των εργαζομένων στην αλλαγή. Η διαδικασία ολοκληρώθηκε με την
ενσωμάτωση της αλλαγής στην εταιρική κουλτούρα της Nestlé, δημιουργώντας έτσι
μια διαρκή βάση για τη μελλοντική της ανάπτυξη.
3.4.2.3. Μοντέλο ADKAR του Jeff Hiatt
Το μοντέλο ADKAR του Jeff Hiatt (2006) εστιάζει στη διαχείριση της ατομικής
ανταπόκρισης στην αλλαγή και αναγνωρίζει πέντε βασικά βήματα για την επίτευξή της:
ΕΚΔΔΑ
52
Αναγνώριση (Awareness): Η ευαισθητοποίηση των ατόμων σχετικά με την
ανάγκη της αλλαγής.
Επιθυμία (Desire): Ενίσχυση της επιθυμίας των ατόμων να υποστηρίξουν την
αλλαγή.
Γνώση (Knowledge): Απόκτηση γνώσης σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής της
αλλαγής.
Ικανότητα (Ability): Εξασφάλιση ότι οι εργαζόμενοι έχουν τις απαραίτητες
δεξιότητες για την αλλαγή.
Ενίσχυση (Reinforcement): Ενέργειες που διασφαλίζουν τη διατήρηση της
αλλαγής μακροπρόθεσμα.
Εικόνα 3 - Μοντέλο ADKAR (Προσαρμογή από Prosci 2020)
Παράδειγμα Εφαρμογής
Το μοντέλο ADKAR χρησιμοποιήθηκε σε μια αλλαγή διαχείρισης στην IBM, όταν η
εταιρεία επιδίωξε να ανανεώσει τη στρατηγική της για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις
της ψηφιακής εποχής (Hiatt, 2006). Στο πρώτο βήμα της Αναγνώρισης, οι ηγέτες της
IBM επικοινώνησαν στους εργαζομένους τις ανάγκες για τεχνολογική αναβάθμιση και
καινοτομία. Κατά το στάδιο της Επιθυμίας, προσεφέρθησαν κίνητρα για να ενισχυθεί
ΕΚΔΔΑ
53
η συμμετοχή τους στην αλλαγή. Στη συνέχεια, η Γνώση επιτεύχθηκε μέσω
εκτεταμένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων, ενώ η Ικανότητα των εργαζομένων να
χρησιμοποιούν τις νέες τεχνολογίες διασφαλίστηκε με συνεχιζόμενη υποστήριξη και
κατάρτιση. Τέλος, το στάδιο της Ενίσχυσης περιλάμβανε την παρακολούθηση των
αποτελεσμάτων της αλλαγής και τη συνεχή βελτίωση των διαδικασιών, ώστε να
διατηρηθούν οι νέες πρακτικές μακροπρόθεσμα.
3.4.2.4. Μοντέλο Kübler-Ross για τη Διαχείριση Συναισθηματικών Αντιδράσεων
Το μοντέλο Kübler-Ross (1969), αρχικά διαμορφωμένο για την κατανόηση των
συναισθηματικών σταδίων που περνούν οι άνθρωποι κατά τη διαδικασία του πένθους,
έχει υιοθετηθεί ως εργαλείο στη διαχείριση οργανωσιακής αλλαγής, ιδιαίτερα όταν οι
αλλαγές είναι μεγάλες και επιφέρουν συναισθηματική αναταραχή. Τα πέντε στάδια του
μοντέλου – άρνηση, αντίσταση (θυμός), διαπραγμάτευση, κατάθλιψη και αποδοχή –
προσφέρουν ένα χρήσιμο πλαίσιο για την ανάλυση και την πρόβλεψη των
συναισθηματικών αντιδράσεων των εργαζομένων κατά τη διάρκεια αλλαγών που
απαιτούν υψηλά επίπεδα προσαρμοστικότητας και αναδιοργάνωσης.
Εικόνα 4 - Καμπύλη Αλλαγής (προσαρμογή από Kübler-Ross, 1969)
Το μοντέλο αυτό περιλαμβάνει πέντε στάδια:
Άρνηση: Στην αρχική φάση, η άρνηση εκδηλώνεται ως αμφισβήτηση της
ανάγκης για αλλαγή. Στην περίπτωση εισαγωγής μιας καινοτομίας, οι
ΕΚΔΔΑ
54
εργαζόμενοι μπορεί να εκφράσουν την άρνησή τους επιμένοντας σε
υπάρχουσες μεθόδους και διαδικασίες, θεωρώντας τη νέα προσέγγιση περιττή
ή μη εφαρμόσιμη. Αυτή η φάση μπορεί να αποτελεί σημαντικό εμπόδιο, καθώς
συχνά οδηγεί σε χαμηλό επίπεδο δέσμευσης.
Αντίσταση (Θυμός): Η αντίσταση εκδηλώνεται μέσω συναισθημάτων θυμού
ή ανησυχίας, καθώς οι εργαζόμενοι αρχίζουν να κατανοούν τις πιθανές
συνέπειες της αλλαγής, όπως οι επιπτώσεις στις θέσεις εργασίας ή στις
καθημερινές τους ευθύνες. Συχνά, ο θυμός απορρέει από φόβο απώλειας
ελέγχου ή από αβεβαιότητα, γεγονός που μπορεί να υπονομεύσει την
παραγωγικότητα και τη συνεργασία εντός του οργανισμού.
Διαπραγμάτευση: Σε αυτό το στάδιο, οι εργαζόμενοι προσπαθούν να
περιορίσουν την έκταση της αλλαγής ή να την προσαρμόσουν στις δικές τους
ανάγκες, συχνά προτείνοντας τροποποιήσεις που διατηρούν στοιχεία της παλιάς
διαδικασίας. Για παράδειγμα, σε ένα έργο τεχνολογικού εκσυγχρονισμού, οι
εργαζόμενοι μπορεί να επιδιώξουν να ενσωματώσουν τα νέα εργαλεία στις ήδη
υπάρχουσες δομές, αντί να τα χρησιμοποιήσουν ανεξάρτητα.
Κατάθλιψη: Η κατάθλιψη εμφανίζεται όταν οι εργαζόμενοι αντιλαμβάνονται
ότι οι προσπάθειές τους να αντισταθούν ή να διαπραγματευτούν δεν είναι
αποτελεσματικές. Η αίσθηση απώλειας, είτε αυτή σχετίζεται με τη θέση
εργασίας, είτε με την εργασιακή ρουτίνα ή την κουλτούρα του οργανισμού,
μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της ψυχολογικής ανθεκτικότητας και της
παραγωγικότητας.
Αποδοχή: Στο τελευταίο στάδιο, οι εργαζόμενοι αποδέχονται την αλλαγή και
προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους ώστε να ενσωματώσουν τις νέες συνθήκες
στην καθημερινότητά τους. Στην περίπτωση της εισαγωγής καινοτομιών, οι
εργαζόμενοι αρχίζουν να κατανοούν τα οφέλη και να υιοθετούν τις νέες
πρακτικές ως μέρος της ρουτίνας τους, προωθώντας τη δημιουργικότητα και τη
βελτίωση της απόδοσης.
Η διαχείριση των συναισθηματικών αυτών αντιδράσεων απαιτεί συγκεκριμένες
στρατηγικές που ενισχύουν την ψυχολογική ασφάλεια και ενθαρρύνουν την ανοιχτή
επικοινωνία εντός του οργανισμού (Edmondson, 1999). Η ψυχολογική ασφάλεια
επιτρέπει στους εργαζόμενους να εκφράσουν τις ανησυχίες τους χωρίς φόβο
ΕΚΔΔΑ
55
αντιποίνων ή αρνητικών συνεπειών, ενώ η ανοιχτή επικοινωνία μειώνει την
αβεβαιότητα, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη και περιορίζοντας τις αντιστάσεις απέναντι
στην αλλαγή.
Το μοντέλο Kübler-Ross βοηθά τους διαχειριστές να κατανοήσουν τις ψυχολογικές
φάσεις που διέρχονται οι εργαζόμενοι, διευκολύνοντας την εφαρμογή στοχευμένων
στρατηγικών υποστήριξης. Αυτές περιλαμβάνουν ενέργειες όπως η παροχή συνεχούς
ενημέρωσης, η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των εργαζομένων και η υποστήριξη των
συναισθηματικών τους αναγκών σε όλη τη διαδικασία της αλλαγής.
Παράδειγμα Εφαρμογής
Το μοντέλο Kübler-Ross έχει εφαρμοστεί σε καταστάσεις συγχώνευσης εταιρειών,
όπου οι συναισθηματικές αντιδράσεις των εργαζομένων είναι έντονες. Στην περίπτωση
της συγχώνευσης μεταξύ των τραπεζών Chase Manhattan και Chemical Bank, οι
εργαζόμενοι πέρασαν από τα πέντε συναισθηματικά στάδια, όπως άρνηση της
αναγκαιότητας της συγχώνευσης, θυμός λόγω της αβεβαιότητας για την εργασία τους,
διαπραγμάτευση με στόχο να διασφαλίσουν καλύτερους όρους απασχόλησης,
κατάθλιψη λόγω της αλλαγής του εργασιακού τους περιβάλλοντος και τελικά
αποδοχή της νέας εταιρικής κουλτούρας. Οι διευθυντές χρησιμοποίησαν το μοντέλο
Kübler-Ross για να σχεδιάσουν στρατηγικές υποστήριξης, ώστε να διασφαλίσουν τη
θετική ψυχολογική προσαρμογή των εργαζομένων στη νέα πραγματικότητα
(Lawrence, 1969; Kübler-Ross, 1969).
3.4.3. Ανάλυση Πλεονεκτημάτων και Μειονεκτημάτων των Διαφόρων Μοντέλων
Κάθε μοντέλο διαχείρισης αλλαγής παρουσιάζει συγκεκριμένα πλεονεκτήματα και
περιορισμούς, ανάλογα με τη φύση της αλλαγής και την οργανωσιακή κουλτούρα:
Μοντέλο Lewin: Η απλότητα του μοντέλου Lewin είναι το κύριο πλεονέκτημά
του, καθώς παρέχει ένα ευκολόχρηστο πλαίσιο που μπορεί να εφαρμοστεί σε
ποικίλα περιβάλλοντα. Ωστόσο, η περιορισμένη ανάλυση του μοντέλου σε τρία
μόνο στάδια μπορεί να μην επαρκεί για σύνθετες αλλαγές που απαιτούν πιο
λεπτομερή προγραμματισμό.
Μοντέλο Kotter: Το μοντέλο του Kotter προσεγγίζει τη διαχείριση αλλαγής με
λεπτομέρεια, αλλά απαιτεί σημαντική χρονική και ηγετική δέσμευση για την
ΕΚΔΔΑ
56
επιτυχή εφαρμογή του. Η εφαρμογή του είναι συχνά πιο χρονοβόρα, αλλά
παρέχει καλύτερη κατανόηση της ανθρώπινης διάστασης της αλλαγής.
Μοντέλο ADKAR: Η επικέντρωση του ADKAR στην ατομική ανταπόκριση
στην αλλαγή αποτελεί ισχυρό πλεονέκτημα, διότι εστιάζει στη διαχείριση των
αντιδράσεων και των δεξιοτήτων των εργαζομένων. Εντούτοις, το μοντέλο
αυτό μπορεί να είναι περιοριστικό σε αλλαγές μεγάλης κλίμακας που απαιτούν
συντονισμένη προσέγγιση σε επίπεδο οργανισμού.
Μοντέλο Kübler-Ross: Το μοντέλο Kübler-Ross είναι χρήσιμο για την
κατανόηση των συναισθηματικών επιπτώσεων της αλλαγής, αλλά μπορεί να
μην είναι κατάλληλο για την ανάλυση των πρακτικών πτυχών της διαχείρισης
αλλαγής, καθώς επικεντρώνεται κυρίως στη συναισθηματική ανταπόκριση των
εργαζομένων.
3.4.3.1. Σύγκριση των Πλαισίων Διαχείρισης Αλλαγής και Εντοπισμός των Διαφορών
και Ομοιοτήτων
Τα πλαίσια διαχείρισης αλλαγής διακρίνονται για την ιδιαίτερη προσέγγιση και τους
στόχους που υπηρετούν. Ενώ κάποια δίνουν έμφαση στην κουλτούρα και την ομαδική
δυναμική, άλλα επικεντρώνονται στην ατομική προσαρμογή ή στη σταθεροποίηση
μέσω σαφούς δομής. Ακολουθεί ανάλυση των κύριων διαφορών και κοινών
χαρακτηριστικών των βασικών πλαισίων:
3.4.3.1.1. Κύριες Διαφορές στα Πλαίσια Διαχείρισης Αλλαγής
Έμφαση στην Κουλτούρα και Ομαδική Δυναμική (Kotter)
o Το μοντέλο των οκτώ σταδίων του Kotter δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη
δημιουργία μιας οργανωσιακής κουλτούρας που υποστηρίζει την
αλλαγή. Το όραμα, η αίσθηση επείγοντος και η συνεχής επικοινωνία
αποτελούν βασικά στοιχεία για την εδραίωση μιας κουλτούρας αλλαγής
(Kotter, 1996).
o Για παράδειγμα, σε μεγάλους οργανισμούς όπου η ενδυνάμωση της
ηγεσίας και η δέσμευση των εργαζομένων είναι κρίσιμες, το μοντέλο
Kotter έχει αποδειχθεί αποτελεσματικό, καθώς συνδέει την αλλαγή με
ΕΚΔΔΑ
57
τις αξίες του οργανισμού και την ομαδική δέσμευση (Cameron & Green,
2019).
Εστίαση στην Ατομική Αντίδραση και Προσαρμογή (ADKAR)
o Το μοντέλο ADKAR του Hiatt (2006) εστιάζει στην ατομική
προσαρμογή των εργαζομένων, καθιστώντας τη διαδικασία αλλαγής πιο
εξατομικευμένη. Αποτελεί μια στρατηγική που τονίζει την ανάγκη για
αναγνώριση και επιθυμία εκ μέρους του ατόμου να υιοθετήσει τις
αλλαγές.
o Είναι ιδανικό για οργανισμούς όπου η αλλαγή επηρεάζει τους
εργαζόμενους σε προσωπικό επίπεδο, καθώς κάθε βήμα επικεντρώνεται
στην υποστήριξη της ατομικής εμπλοκής και προσαρμογής (Hiatt,
2006).
Σταθερό και Θεμελιώδες Πλαίσιο (Lewin)
o Το μοντέλο των τριών σταδίων του Lewin παραμένει ένα βασικό και
σταθερό πλαίσιο, ιδανικό για περιβάλλοντα που απαιτούν σαφή και
απλή καθοδήγηση στη διαχείριση της αλλαγής. Η απλότητά του,
ωστόσο, μπορεί να αποτελεί μειονέκτημα σε περιπτώσεις σύνθετων
οργανωσιακών αλλαγών, που απαιτούν λεπτομερή προγραμματισμό
(Burnes, 2004).
o Το μοντέλο Lewin εφαρμόζεται συχνά σε αλλαγές που απαιτούν
σταθερότητα και ένα ξεκάθαρο πλαίσιο, ιδιαίτερα σε παραδοσιακούς
οργανισμούς όπου η γραμμική διαδοχή των βημάτων βοηθά στη
σταδιακή υιοθέτηση της αλλαγής (Cummings & Worley, 2014).
3.4.3.1.2. Κοινά Σημεία των Πλαισίων Διαχείρισης Αλλαγής
Παρά τις διαφορές στην προσέγγιση, τα πλαίσια διαχείρισης αλλαγής παρουσιάζουν
ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά που τα καθιστούν αποτελεσματικά σε διαφορετικά
περιβάλλοντα εφαρμογής.
Ανάγκη για Προσεκτικό Σχεδιασμό
ΕΚΔΔΑ
58
o Όλα τα μοντέλα τονίζουν τη σημασία του προσεκτικού σχεδιασμού της
αλλαγής, αναγνωρίζοντας ότι η επιτυχία εξαρτάται από τη σαφήνεια
των στόχων και των σταδίων. Ο σωστός σχεδιασμός βοηθά στη μείωση
της αντίστασης και στη δημιουργία θετικών συνθηκών για την
εφαρμογή της αλλαγής (Hayes, 2022).
Έμφαση στην Επικοινωνία
o Τα περισσότερα πλαίσια διαχείρισης αλλαγής τονίζουν τη συνεχή
επικοινωνία ως αναπόσπαστο στοιχείο επιτυχίας. Μέσα από την
επικοινωνία, οι εργαζόμενοι κατανοούν τον σκοπό της αλλαγής,
γεγονός που μειώνει την αβεβαιότητα και ενισχύει τη δέσμευση
(Armenakis & Harris, 2009).
Σημασία της Σταθεροποίησης και της Διατήρησης της Αλλαγής
o Τα πλαίσια αναγνωρίζουν τη σημασία της σταθεροποίησης της αλλαγής
μετά την υλοποίησή της, διασφαλίζοντας ότι οι νέες διαδικασίες και
πρακτικές θα ενσωματωθούν πλήρως στον οργανισμό. Ενδεικτικά, το
στάδιο της "επαναπάγωσης" στο μοντέλο του Lewin και η "ενίσχυση"
στο μοντέλο ADKAR εξυπηρετούν αυτόν τον σκοπό, ώστε οι αλλαγές
να αποκτήσουν μακροπρόθεσμο χαρακτήρα (Lewin, 1947; Hiatt, 2006).
Ευελιξία στην Προσαρμογή των Μοντέλων
o Αν και τα μοντέλα έχουν συγκεκριμένες δομές, επιτρέπουν την
προσαρμογή τους ανάλογα με τις ανάγκες του εκάστοτε οργανισμού.
Αυτή η ευελιξία τα καθιστά πρακτικά και εφαρμόσιμα σε διαφορετικά
οργανωσιακά περιβάλλοντα, από παραδοσιακές επιχειρήσεις μέχρι
δυναμικούς οργανισμούς τεχνολογίας (Burnes, 2004; Kotter, 1996).
Παραδείγματα Εφαρμογής των Μοντέλων
Η εφαρμογή των μοντέλων διαχείρισης αλλαγής μπορεί να προσαρμοστεί στις ανάγκες
του κάθε οργανισμού. Για παράδειγμα, η ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών
μπορεί να υλοποιηθεί αποτελεσματικά μέσω του μοντέλου ADKAR, καθώς
περιλαμβάνει σταδιακή προσαρμογή των εργαζομένων στις νέες τεχνολογίες. Το
μοντέλο Kotter, από την άλλη πλευρά, είναι κατάλληλο για οργανωτικές αλλαγές
ΕΚΔΔΑ
59
μεγάλης κλίμακας, όπως η αναδιοργάνωση ενός τμήματος, που απαιτεί ισχυρή ηγεσία
και διαρκή επικοινωνία.
ΕΚΔΔΑ
60
Βιβλιογραφικές Αναφορές 3ης Θεματικής Ενότητας
Armenakis, A. A., Harris, S. G., & Mossholder, K. W. (1993). Creating readiness for
organizational change. Human Relations, 46(6), 681–703.
Armenakis, A. A., & Harris, S. G. (2009). Reflections: Our journey in organizational
change research and practice. Journal of Change Management, 9(2), 127-142.
Bass, B. M. (1985). Leadership and performance beyond expectations. Free Press.
Burnes, B. (2004). Managing change: A strategic approach to organisational
dynamics. Pearson Education.
Cascio, W. F., & Aguinis, H. (2008). Research in industrial and organizational
psychology from 1963 to 2007: Changes, choices, and trends. Journal of applied
psychology, 93(5), 1062.
Cameron, E., & Green, M. (2019). Making sense of change management: A complete
guide to the models, tools and techniques of organizational change. Kogan Page
Publishers.
Cameron, K. S., & Quinn, R. E. (1999). Diagnosing and changing organizational
culture: Based on the competing values framework. Addison-Wesley.
Goleman, D. (1995). Emotional Intelligence. Bantam Books.
Cummings, T. G., & Worley, C. G. (2014). Organization Development and Change
(10th ed.). Cengage Learning.
Edmondson, A. C. (1999). Psychological safety and learning behavior in work teams.
Administrative Science Quarterly, 44(2), 350–383.
Griffin, M. A., Neal, A., & Parker, S. K. (2007). A new model of work role
performance: Positive behavior in uncertain and interdependent contexts. Academy of
management journal, 50(2), 327-347.
Hammer, M., & Champy, J. (1993). Reengineering the corporation: A manifesto for
business revolution. HarperCollins.
Hayes, J. (2022). The theory and practice of change management. Bloomsbury
Publishing.
ΕΚΔΔΑ
61
Hiatt, J. (2006). ADKAR: A model for change in business, government, and our
community. Prosci.
Kotter, J. P. (1996). Leading change. Harvard Business Press.
Kotter, J. P., Kim, W. C., & Mauborgne, R. A. (2011). HBR's 10 must reads on change
management (including featured article "Leading Change," by John P. Kotter).
Harvard Business Press.
Kübler-Ross, E. (1969). On death and dying. Macmillan.
Lawrence, P. R. (1969). How to deal with resistance to change. Harvard Business
Review.
Lewin, K. (1947). Frontiers in group dynamics: Concept, method and reality in social
science; social equilibria and social change. Human relations, 1(1), 5-41.
Nonaka, I., & Takeuchi, H. (1995). The knowledge-creating company: How Japanese
companies create the dynamics of innovation. Oxford University Press.
Pulakos, E. D., Arad, S., Donovan, M. A., & Plamondon, K. E. (2000). Adaptability in
the workplace: development of a taxonomy of adaptive performance. Journal of applied
psychology, 85(4), 612.
Ployhart, R. E. (2006). Individual Adaptability (I-adapt) Theory: Conceptualizing the
antecedents, consequences, and measurement of individual differences in
adaptability. Understanding adaptability: A prerequisite for effective performance
within complex environments/Elsevier JAI.
Ployhart, R. E., & Bliese, P. D. (2006). Individual adaptability (I-ADAPT) theory:
Conceptualizing the antecedents, consequences, and measurement of individual
differences in adaptability. Advances in Human Performance and Cognitive
Engineering Research, 6, 3–39.
Tannenbaum, S. I., & Yukl, G. (1992). Training and development in work
organizations. Annual Review of Psychology, 43(1), 399–441.
ΕΚΔΔΑ
62
Ερωτήσεις Αναστοχασμού 3ης θεματικής ενότητας
Πώς ορίζεται η προσαρμοστικότητα και ποιοι παράγοντες την καθιστούν
κρίσιμη για τους εργαζομένους στη δημόσια διοίκηση;
Με ποιους τρόπους η προσαρμοστικότητα μπορεί να ενισχύσει τη διαχείριση
κρίσεων και την αποτελεσματική λήψη αποφάσεων σε έναν οργανισμό;
Ποια είναι τα βασικά οφέλη της προσαρμοστικότητας σε ατομικό και
οργανωσιακό επίπεδο;
Ποια στοιχεία και αρχές υποστηρίζουν την προσαρμοστικότητα ενός
υπαλλήλου και πώς επηρεάζουν την εργασιακή του απόδοση;
Γιατί η ευελιξία και η ανθεκτικότητα είναι σημαντικά χαρακτηριστικά για
την προσαρμοστικότητα σε ένα εργασιακό περιβάλλον;
Πώς η διαχείριση αλλαγής ενισχύει την επιτυχή υλοποίηση και
σταθεροποίηση των μεταρρυθμίσεων στη δημόσια διοίκηση;
Ποια ιστορικά στοιχεία διαμόρφωσαν τη σύγχρονη προσέγγιση στη
διαχείριση αλλαγής και πώς επηρέασαν την οργάνωση των δημόσιων
υπηρεσιών;
Με ποιους τρόπους η οργανωσιακή κουλτούρα επηρεάζει τη διάθεση των
εργαζομένων για αποδοχή και υποστήριξη της αλλαγής;
Ποιες προκλήσεις ενδέχεται να αντιμετωπίσει ένας οργανισμός που δεν
προσαρμόζεται επαρκώς στις μεταβαλλόμενες κοινωνικές και οικονομικές
απαιτήσεις;
Ποια είναι η σημασία της εκπαίδευσης και της συνεχούς κατάρτισης των
υπαλλήλων στη βελτίωση της προσαρμοστικότητας και στην αντιμετώπιση
οργανωσιακών αλλαγών;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου